ἐν-όλμιος

ἐν-όλμιος

ἐν-όλμιος, = Folgdm, bei Suid. μαντικός erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όλμιος — α, ο φρ. «όλμια σειρά» γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τού κατώτερου καμβρίου που απαντά στην Ευρώπη και παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη στη Σκανδιναβία και στη Μεγάλη Βρετανία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”