- ἐν-όχλημα
ἐν-όχλημα, τό, = Folgdm, Last, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-όχλημα, τό, = Folgdm, Last, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όχλημα — ὄχλημα, τὸ (Α) [οχλώ] ενόχληση … Dictionary of Greek
ὄχλημα — annoyance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤχλημα — ὄχλημα , ὄχλημα annoyance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλήματα — ὄχλημα annoyance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλήματι — ὄχλημα annoyance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)