ἐν-όρχης

ἐν-όρχης

ἐν-όρχης, ὁ, = ἔνορχος; Ar. παῖς, ἀνήρ, σέρφος, Equ. 1382 Lys. 661 Av. 569; τῶν βοῶν Arist. H. A. 9, 50; der Bock, Theocr. 3, 4; πλακοῠς ἐνόρχης, ein Kuchen mit Hoden, Plat. com. Ath. X, 441 f. – Bei Lycophr. 212 Bacchus, dessen Feste mit Tanz (ἐνορχέομαι) gefeiert werden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρχης — ο 1. καθένας από τους γεννητικούς αδένες του άνδρα. 2. το φυτό σαλέπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] …   Dictionary of Greek

  • σποδόρχης — ου, ὁ, Μ ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + ορχης (< ὄρχις), πρβλ. τρι όρχης] …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”