- ἐξ-όπιν
ἐξ-όπιν, dasselbe, ὁ κελαινὸς ὅ τ' ἐξόπιν ἀργίας Aesch. Ag. 114, Schol. ἐξοπίσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όπιν, dasselbe, ὁ κελαινὸς ὅ τ' ἐξόπιν ἀργίας Aesch. Ag. 114, Schol. ἐξοπίσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄπιν — ὄπις the vengeance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
ASBOLUS — I. ASBOLUS is Graece, dicitur, qui Phoenicibus Chus, vel Chum erat; quia, ut Chum Ebraeis atrum sonat, ita Graecis ἄσβολος suliginem. De cetero mihi nullus occurrit huius nominis, praeter Centaurorum Ducem Asbolum, quem in Centaurorum pugna… … Hofmann J. Lexicon universale
μετόπιν — (Α) επίρρ. μετόπισθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + θ. οπι (πρβλ. ὄπι σθεν) + ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ όπιν] … Dictionary of Greek
ὦπιν — ἄπιν , ἄπειμι 2 ibo imperf ind act 3rd pl (epic) ὄπιν , ὄπις the vengeance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)