- ἐξ-ωμίζω
ἐξ-ωμίζω, die Schulter entblößen, od. τὸν ἕτερον βραχίονα, den einen Arm bis zur Schulter entblößen, Ar. Eccl. 267, Schol. ἄχρι τῶν ὤμων γυμνωϑεῖσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ωμίζω, die Schulter entblößen, od. τὸν ἕτερον βραχίονα, den einen Arm bis zur Schulter entblößen, Ar. Eccl. 267, Schol. ἄχρι τῶν ὤμων γυμνωϑεῖσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμιστής — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει βάρη στους ώμους του, αχθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ιστής, μέσω αμάρτυρου αρχ. *ὠμίζω] … Dictionary of Greek