- ἐξ-ωκεανισμός
ἐξ-ωκεανισμός, ὁ, substantiv. zu ἐξωκεανίζειν, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ωκεανισμός, ὁ, substantiv. zu ἐξωκεανίζειν, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκεανισμός — ὁ, Μ το να βρίσκεται κανείς στον ωκεανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκεανός + ισμός*] … Dictionary of Greek