- ἐξωτάτω
ἐξωτάτω, adv., superlat. zu ἔξω, Plat. Phaed. 112 d u. Folgde; das adj. ἐξώτατος LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξωτάτω, adv., superlat. zu ἔξω, Plat. Phaed. 112 d u. Folgde; das adj. ἐξώτατος LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξωτάτω — outermost irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek