- ἐνωπιδίως
ἐνωπιδίως, v. l. für ἐνωπαδίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνωπιδίως, v. l. für ἐνωπαδίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενωπαδίς — και ενωπαδίως και ενωπαδόν ἐνωπαδὶς και ἐνωπαδίως και ἐνωπαδόν (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο, κατ όψη, στη φάτσα, φανερά, ενώπιον (διάφ. γραφή τού ενωπαδίως: ενωπιδίως) … Dictionary of Greek