- ἐμ-φάνεια
ἐμ-φάνεια, ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-φάνεια, ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φανειά — η / φάνεια, ΝΑ [φαίνω / φαίνομαι] εμφάνιση, παρουσία νεοελλ. φρ. «φαίνεται η φανειά μου» (στον Ερωτόκρ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
φάνεια — ἡ, Α βλ. φανειά … Dictionary of Greek
θεοφάνεια — (I) η (AM θεοφάνεια) 1. η παρουσία τής Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση τού Χριστού στον Ιορδάνη 2. η εορτή τών Φώτων, τής Βαπτίσεως τού Χριστού 3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάνεια (< φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο… … Dictionary of Greek
σταυροφάνεια — ἡ, Μ 1. η εορτή τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού 2. λιτάνευση τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φάνεια (< φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκρο φάνεια] … Dictionary of Greek
φασματοφάνεια — ἡ, Α εμφάνιση φασμάτων, φαντασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσμα, ατος + φάνεια (< φανής < φαίνω, ομαι), πρβλ. φωτο φάνεια] … Dictionary of Greek
αγγελοφάνεια — ἀγγελοφάνεια, η (Μ) εμφάνιση αγγέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος + φάνεια < φανὴς < φαίνω] … Dictionary of Greek
νυκτοφάνεια — νυκτοφάνεια, ἡ (Α) (για τη Σελήνη) αυτή που λάμπει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φάνεια (< φανής < φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ηλιοφάνεια] … Dictionary of Greek
-phany — fənē, ni noun combining form ( es) Etymology: Late Greek phania, phaneia, from Greek phainein to show more at fancy : appearance : manifestation pneumatophany Satanophan … Useful english dictionary