- ἐμ-φλοιο-σπέρματος
ἐμ-φλοιο-σπέρματος, dessen Saamen eine Rinde hat, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-φλοιο-σπέρματος, dessen Saamen eine Rinde hat, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορίανδρο — το (ΑM κορίανδρον) βοτ. 1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε… … Dictionary of Greek