- ἐμ-φανιστής
ἐμ-φανιστής, ὁ, der Kundmacher, Angeber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-φανιστής, ὁ, der Kundmacher, Angeber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek