ἐμ-φαντικός, ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαντικός — ή, όν, Α [φαντός (Ι)) αυτός που δηλώνει κάτι, ο σημαντικός … Dictionary of Greek
φαντικόν — φαντικός significant masc acc sg φαντικός significant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)