- ἐμ-φιλό-σοφος
ἐμ-φιλό-σοφος, der Philosophie gemäß, philosophisch behandelt, D. L. 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-φιλό-σοφος, der Philosophie gemäß, philosophisch behandelt, D. L. 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόσοφος — η, ο (Α κενόσοφος, ον) ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρό σοφος, φιλό σοφος] … Dictionary of Greek
κλεψίσοφος — κλεψίσοφος, ον (AM) αυτός που προσποιείται τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί (< κλέπτω) + σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν σοφος, φιλό σοφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
μισόσοφος — μισόσοφος, ον (Α) αυτός που μισεί τη σοφία, εχθρός τής σοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + σοφός (πρβλ. φιλό σοφος)] … Dictionary of Greek
Мефистофель — … Википедия
фило́соф — а, м. 1. Специалист по философии, а также вообще мыслитель, занимающийся разработкой вопросов мировоззрения. О философах надо судить не по тем вывескам, которые они сами на себя навешивают («позитивизм», философия «чистого опыта», «монизм» или… … Малый академический словарь
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
περισσοσοφώ — έω, Μ είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σοφῶ (< σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο σοφώ] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
σοφόδωρος — ον, Α (για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek