ἐμ-φατικός

ἐμ-φατικός

ἐμ-φατικός, ή, όν, oft v. l. ἐμφαντικός, darstellend, bezeichnend; πάϑους, πράξεως, Plut. Symp. 9, 15, 2; nachdrücklich, παράκλησις ἐμφαντική, Pol. 18, 6, 2; bes. adv., Pol. 11, 12, 1; ἐμφαντικώτερον, 12, 27, 10. Häufig bei Schol., s. ἔμφασις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φατικός — ή, ό / φατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. φρ. «φατική επικοινωνία» (κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • φατικῶς — φατικός assertory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”