- ἐμ-φρύττω
ἐμ-φρύττω, dasselbe, Poll. 6, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-φρύττω, dasselbe, Poll. 6, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύττω — ΜΑ βλ. φρύγω … Dictionary of Greek
φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek