ἐν-υδρό-βιος

ἐν-υδρό-βιος

ἐν-υδρό-βιος, im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωόβιο — το ζωολ. είδος δίπτερων εντόμων που ζουν παρασιτικά στο σώμα άλλων εντόμων ή φυτοφάγων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + βιος (< βίος), πρβλ. αμφί βιος, υδρό βιος] …   Dictionary of Greek

  • ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • ημερόβιος — α, ο (Α ἡμερόβιος, ον) 1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον γένος εντόμων τής οικογένειας ημεροβιίδες νεοελλ. 1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος 2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και ησυχάζει κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ετερόβιος — ἑτερόβιος, ον (Α) αυτός που ζει σε συνθήκες διαφορετικές από τις συνήθεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + βιος (< βίος), πρβλ. υδρό βιος] …   Dictionary of Greek

  • σπηλαιόβιος — α, ο, Ν 1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης 2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος 3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα» βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + βιος… …   Dictionary of Greek

  • πλανόβιος — α, ο, Ν αυτός που ζει περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλανώμαι + βίος (πρβλ. υδρό βιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”