ἐν-υγρό-βιος

ἐν-υγρό-βιος

ἐν-υγρό-βιος, im Feuchten lebend, E. M. 232, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερσόβιος — ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί») αρχ. αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό βιος, ὑγρό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”