προς-ραντίζω

προς-ραντίζω

προς-ραντίζω, = προςραίνω, Schol. Ar. Nubb. 410.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσερράντισεν — πρός , ἐν ῥαντίζω to be sprinkled aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ῥαντίζω to be sprinkled aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • κατασπένδω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας υγρό καταγής 2. προσφέρω σπονδές 3. υγραίνω, ποτίζω 4. προσφέρω προς τιμήν κάποιου δάκρυα ως θυσία 5. θρηνώ χύνοντας δάκρυα 6. καθοσιώνω, καθιερώνω 7. παθ. κατασπένδομαι (για ιερέα) καθιερώνομαι, αφιερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υδραίνω — Α (ποιητ. τ.) 1. (για ποταμό) βρέχω, ποτίζω 2. (με αιτ. προσ.) πλένω ή ραντίζω κάποιον με νερό 3. φρ. «ὑδραίνω χοάς τινι» κάνω σπονδές προς τιμήν ή στη μνήμη κάποιου (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ τού ὕδωρ* + ρηματ. κατάλ. αίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”