- ἐν-υπνιάζω
ἐν-υπνιάζω, träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-υπνιάζω, träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπνιάζω — Ν [ύπνος] αποκοιμίζω … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek