- ἐν-υπό-στατος
ἐν-υπό-στατος, darin bestehend, darin vorhanden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-υπό-στατος, darin bestehend, darin vorhanden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευυπόστατος — εὐυπόστατος, ον (Α) αυτός που έχει καλή υπόσταση, καλή αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο στατος (< υφίσταμαι), πρβλ. αν υπό στατος, ευ υπό στατος] … Dictionary of Greek
θεοϋπόστατος — θεοϋπόστατος, ον (AM) αυτός που έχει θεία υπόσταση («θεοϋπόστατος ἡ Χριστοῡ σάρκωσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + υπό στατος (< υφ ίστημι), πρβλ. αν υπό στατος, τρισ υπό στατος] … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
στατόλιθος — ο, Ν 1. βιολ. στερεός σχηματισμός στο εσωτερικό τής στατοκύστης ο οποίος προέρχεται είτε από κυτταρικό έκκριμα είτε από ενσωμάτωση ξένων σωματιδίων στον βλεννογόνο 2. βοτ. κάθε έγκλειστο στο κυτταρόπλασμα το οποίο κινείται υπό την επίδραση τής… … Dictionary of Greek