- ἐν-τῑλάω
ἐν-τῑλάω, darein kacken, τινί τι, Ar. Ach. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τῑλάω, darein kacken, τινί τι, Ar. Ach. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνατιλῶ — ἀνά τίλλω b. fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀνατῑλῶ , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres imperat mp 2nd sg ἀνατῑλῶ , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀνατῑλῶ , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκτιλάντων — προεκτῑλά̱ντων , πρό , ἐκ τιλάω to have a thin stool pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) προεκτῑλά̱ντων , πρό , ἐκ τιλάω to have a thin stool pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) προεκτῑλάντων , πρό ἐκτίλλω pluck out aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέοντα — ἀνά τίλλω b. fut part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ἀνά τίλλω b. fut part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἀντῑλέοντα , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέοντι — ἀνά τίλλω b. fut part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνά τίλλω b. fut ind act 3rd pl (doric) ἀντῑλέοντι , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀντῑλέοντι , ἀνά τιλάω to have a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίλα — ἀντί̱λᾱ , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres imperat act 2nd sg ἀντί̱λᾱ , ἀνά τιλάω to have a thin stool imperf ind act 3rd sg (homeric) ἀντί̱λᾱ , ἀντί ἱλάσκομαι appease aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξετίλη — ἐξετί̱λη , ἐκ τιλάω to have a thin stool imperf ind act 3rd sg (doric) ἐξετί̱λη , ἐκ τιλάω to have a thin stool imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тля — растительноядное насекомое , также моль , яросл. (Волоцкий). Сближают с лат. tinea моль , греч. τῖλος жидкие экскременты , τῖλάω страдаю поносом , лит. tyras болото; чистый , tỹrе каша , лтш. tĩrelis болото , далее сюда же тина, тлеть; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
προεκτίλας — προεκτί̱λᾱς , πρό , ἐκ τιλάω to have a thin stool imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) προεκτί̱λᾱς , πρό ἐκτίλλω pluck out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεκτίλᾱς , πρό ἐκτιλάω void imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέοντος — ἀνά τίλλω b. fut part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀντῑλέοντος , ἀνά τιλάω to have a thin stool pres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁστιλίων — ἐστιλίων , εἰσ τίλλω b. fut part act masc nom sg (doric) ἐστῑλίων , εἰσ τιλάω to have a thin stool pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)