ἐν-τοίχιος

ἐν-τοίχιος

ἐν-τοίχιος, an der Wand, γραφαί, Wandgemälde, D. Hal. epit. 16, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοίχιος — ία, ον, Α [τοῑχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τοίχο …   Dictionary of Greek

  • τοιχίων — τοίχιος of a wall fem gen pl τοίχιος of a wall masc/neut gen pl τοιχίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχίοις — τοίχιος of a wall masc/neut dat pl τοιχίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχίου — τοίχιος of a wall masc/neut gen sg τοιχίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”