- πιστευτικός
πιστευτικός, zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειϑώ, Gorg. 455 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιστευτικός, zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειϑώ, Gorg. 455 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιστευτικός — disposed to trust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… … Dictionary of Greek
πιστευτικόν — πιστευτικός disposed to trust masc acc sg πιστευτικός disposed to trust neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικοῖς — πιστευτικός disposed to trust masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικούς — πιστευτικός disposed to trust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικῆς — πιστευτικός disposed to trust fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικῇ — πιστευτικός disposed to trust fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτική — πιστευτικός disposed to trust fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικήν — πιστευτικός disposed to trust fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτικῶς — πιστευτικός disposed to trust adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)