ἐν-τευκτικός, ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευκτικός — ή, όν, Α [τεύχω] ο ικανός να επιτύχει κάτι … Dictionary of Greek
τευκτική — τευκτικός able to attain to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)