- ἐν-τεταμένως
ἐν-τεταμένως, angespannt, angestrengt, ἀντέχεσϑαι, προςέχειν, Her. 7, 53. 8, 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τεταμένως, angespannt, angestrengt, ἀντέχεσϑαι, προςέχειν, Her. 7, 53. 8, 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταμένως — τείνω stretch perf part mp masc acc pl (doric) τεταμένως energetically indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταμένως — Α επίρρ. βλ. τεταμένος … Dictionary of Greek
τεταμένος — η, ο / τεταμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τείνω. επίρρ... τεταμένως Α με εξαιρετική ένταση ή ενεργητικότητα … Dictionary of Greek