ἐντερικός

ἐντερικός

ἐντερικός, zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εντερικός — ή, ό (AM ἐντερικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • εντερικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα, που είναι των εντέρων 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντερικά οι αρρώστιες των εντέρων, εντερίτιδα, εντεροκολίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα …   Dictionary of Greek

  • μυεντερικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα και στους μυς («μυεντερικό πλέγμα» γαγγλιοφόρο νευρικό πλέγμα τού εντερικού τοιχώματος μεταξύ επιμήκους και κυκλοτερούς μυϊκής στιβάδας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myenteric (< μύς… …   Dictionary of Greek

  • νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… …   Dictionary of Greek

  • παρεντερικός — ή, ό ιατρ. (σχετικά με την χορήγηση τροφής, υγρών ή φαρμακευτικών ουσιών στον οργανισμό) αυτός που παρακάμπτει το πεπτικό σύστημα, που δεν χρησιμοποιεί τον εντερικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parenteral < παρ(α) * + εντερικός] …   Dictionary of Greek

  • εντέρινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από έντερο. 2. εντερικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντερικάς — ἐντερικά̱ς , ἐντερικός intestinal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”