ἐν-τατικός

ἐν-τατικός

ἐν-τατικός, anspannend, anstrengend, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τατικός — territibile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τατικός — ή, όν, Α [τατός] 1. αυτός που ασκεί τάση 2. (κυρίως το ουδ.) τὸ τατικόν δεινό, φοβερό …   Dictionary of Greek

  • τατικώτερον — τατικός territibile adverbial comp τατικός territibile masc acc comp sg τατικός territibile neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τατικούς — τατικός territibile masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοτατικός — ή, ό φρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό» φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.… …   Dictionary of Greek

  • υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”