- ἐντύω
ἐντύω, s. ἐντύνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐντύω, s. ἐντύνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐντύω — τύνω pres subj act 1st sg (epic) τύνω pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντύνω — (I) ἐντύνω και ἐντύω (Α) Ι. 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω 2. (για πλοίο) εφοδιάζω, εφοπλίζω, εξοπλίζω 3. αναγκάζω, διατάζω, παραινώ, συνιστώ («κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει», Θέογν.) 4. φρ. «ἐντύνω ὑπόσχεσιν» εκπληρώνω υπόσχεση που έδωσα. (II)… … Dictionary of Greek
sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- — sen , sene , sen(e)u , senǝ English meaning: to prepare, work on, succeed Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen” Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary