- ἐν-τόνιον
ἐν-τόνιον, τό, Instrument, um die Katapulten zu spannen, Math. vstt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τόνιον, τό, Instrument, um die Katapulten zu spannen, Math. vstt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόνιον — τόνιος tractor machines masc acc sg τόνιος tractor machines neut nom/voc/acc sg τονέω imperf ind act 3rd pl (doric) τονέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατόνιον — διᾱτόνιον , διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διᾱτόνιον , διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 1st sg (doric aeolic) διά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διά ἀτονέω to be relaxed imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατόνιον — παρᾱτόνιον , παρά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρᾱτόνιον , παρά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 1st sg (doric aeolic) παρά ἀτονέω to be relaxed imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρά ἀτονέω to be relaxed… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)