- ἐν-τυλίσσω
ἐν-τυλίσσω, einwickeln; ἐν ἱματίοις ἐντετυλί. χϑαι Ar. Nubb. 983; αὑτὴν ἐντυλίξασα Plut. 692; Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τυλίσσω, einwickeln; ἐν ἱματίοις ἐντετυλί. χϑαι Ar. Nubb. 983; αὑτὴν ἐντυλίξασα Plut. 692; Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
τετυλίχθαι — τυλίσσω twist perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλισσομένη — τυλίσσω twist pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσεται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσονται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσων — τυλίσσω twist pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλιξον — τυλίσσω twist aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυλίχθη — τυλίσσω twist aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξαν — τυλίσσω twist aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξας — τυλίσσω twist aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξε — τυλίσσω twist aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)