- ἐν-τρᾱνίζω
ἐν-τρᾱνίζω, hell, klar ansehen, Schol. Theocr. 10, 18 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τρᾱνίζω, hell, klar ansehen, Schol. Theocr. 10, 18 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανατρανίζω — (Μ ἀνατρανίζω) 1. υψώνω το βλέμμα μου 2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά «τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης) μσν. κοιτάζω (με προσοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τρανίζω < τρανώ ( όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»] … Dictionary of Greek