ἐν-τρεχής

ἐν-τρεχής

ἐν-τρεχής, ές, bewandert, geübt; ἐν τοῖς πόνοις καὶ μαϑήμασι καὶ φόβοις ἐντρεχέστατος Plat. Rep. VII, 537 a; verschlagen, Hdn. 5, 8, 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντρεχῶς, Pol. 5, 144; ἐντρεχέστερον διαλέγεσϑαι M. Anton. 7, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρέχῃς — τρέχω run pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ι(θ)υτρεχής — ἰ(θ)υτρεχής, ές (Α) φρ. «ἰ(θ)υτρεχὲς διάζωμα» ευθύ, ίσιο διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής, κακεν τρεχής] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοτρεχής — ἑτοιμοτρεχής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] …   Dictionary of Greek

  • ομοτρεχής — ὁμοτρεχής, ές (Α) αυτός που τρέχει μαζί, συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”