πιστωτικός

πιστωτικός

πιστωτικός, bestätigend, Hermogen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιστωτικός, -ή, -ό — πιστωτικός, ή, ό,αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση: Πιστωτικό υπόλοιπο. – Οι τράπεζες είναι πιστωτικά ιδρύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικά — πιστωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl πιστωτικά̱ , πιστωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual πιστωτικά̱ , πιστωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικῶν — πιστωτικός confirmatory fem gen pl πιστωτικός confirmatory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστωτικόν — πιστωτικός confirmatory masc acc sg πιστωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστωτικαί — πιστωτικός confirmatory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστωτική — πιστωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστωτικήν — πιστωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”