- ἐν-τρεπτικός
ἐν-τρεπτικός, ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τρεπτικός, ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρεπτικός — ή, όν, Α [τρεπτός] 1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.) 2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). επίρρ... τρεπτικῶς ΜΑ με περίπλοκο τρόπο … Dictionary of Greek
τρεπτικόν — τρεπτικός causing change in masc acc sg τρεπτικός causing change in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτική — τρεπτικός causing change in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτικῶς — τρεπτικός causing change in adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)