ἐν-σῑνής

ἐν-σῑνής

ἐν-σῑνής, ές, beschädigt, ἐνσινέας τίϑησι βροτούς, Han. 2, 445. 4, 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίνης — σί̆νης , σίνομαι harm aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινᾶ — σινής of great might neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σινής of great might masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσινής — και επικ. τ. πουλυσινής, ές, Α πολύ βλαβερός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι σινής] …   Dictionary of Greek

  • προσινής — ές, Α 1. δυσμενής 2. επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σινής (< σĭνος < σίνομαι «βλάπτω»), πρβλ. επι σινής] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοσινής — ές, Α αυτός που καταστρέφει τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σινής (< σίνος < σίνομαι «βλάπτω»), πρβλ. πολυ σινής] …   Dictionary of Greek

  • ασινής — ἀσινής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει πάθει φθορά 3. ο μη βλαβερός, αυτός που δεν προξενεί βλάβη 4. αυτός που προφυλάσσει από τη βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σινής < σίνος «βλάβη,… …   Dictionary of Greek

  • επισινής — ἐπισινής, ές (Α) 1. ο εκτεθειμένος σε βλάβη («ὅπoυ μὴ ὄρνισιν ἢ ἄλλοις θηρίοις ἐπισινὴς ἡ χώρα», Θεόφρ.) 2. αυτός που υπέστη βλάβη 3. ενεργ. βλαβερός 4. ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σινής (< σίνος «βλάβη»)] …   Dictionary of Greek

  • σινέεσσι — σίνος hurt neut dat pl (epic) σινής of great might masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινέων — σίνος hurt neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σινής of great might masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινῶν — σίνος hurt neut gen pl (attic epic doric) σινής of great might masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) σινόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) σινόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σινόω pres part act masc nom sg σινόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”