ἐν-στασία

ἐν-στασία

ἐν-στασία, , = Folgdm, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στασιάσας — στασιά̱σᾱς , στασιάζω to be at variance fut part act fem acc pl (doric) στασιά̱σᾱς , στασιάζω to be at variance fut part act fem gen sg (doric) στασιάσᾱς , στασιάζω to be at variance aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάσαι — στασιά̱σᾱͅ , στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) στασιάζω to be at variance aor inf act στασιάσαῑ , στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμοστασιά — η η στάση τού ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κορμο στασία με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση κορμός + στασία (< στάτης < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. επι στασία, ορθο στασία] …   Dictionary of Greek

  • ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοστασία — καλαμοστασία, ἡ (Α) πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + στασία (< στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγο στασία, ηλιο στασία] …   Dictionary of Greek

  • καλοστασιά — η καλή εμφάνιση, ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στασιά (< στάση), πρβλ. κορμο στασιά] …   Dictionary of Greek

  • νευροστασία — νευροστασία, ἡ (Α) νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + στασία (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. καλαμο στασία] …   Dictionary of Greek

  • υοστασία — ἡ, Α χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + στασία (< στάτης < ἴστημι), πρβλ. καλαμο στασία] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοστασία — Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και… …   Dictionary of Greek

  • Psychostasie — Das Wiegen des Herzens in einem Relief im Hathor Tempel von Deir el Medina Der Begriff Psychostasie bezeichnet im altägyptischen Totenbuch für den Zeitraum vom Neuen Reich bis zur Ptolemäerzeit die altägyptische Vorstellung, dass das Herz des… …   Deutsch Wikipedia

  • βούστασις — βούστασις, η και βουστασία, η (Α) το βούσταθμον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βούστασις < βους + στάσις, ο δε τ. βουστασία < βους + στασία < στατός < ίστημι ή πιθ. < βους + στάσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”