ἐΰς

ἐΰς

ἐΰς, ἐΰ, gut, wacker, edel; Hom. im nom., ἐϋς παῖς Ἀγχίσαο Il. 2, 819, öfter, wie Hes. O. 50; acc., ἐΰν τ' ἔμεν ἀφνειόν τε, Od. 18, 127, wie Il. 8, 303; das neutr., nur adv., s. εὖ u. auch ἠΰς. Als gen. gehören hierher – a) ἐῆος, was offenbar gut, edel heißt, Od. 14, 505 φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἐῆος, wie 15, 449, Il. 19, 342 πάμπαν ἀποίχεαι ἀνδρὸς ἐῆος, wo Zenod. falsch ἑοῖο lesen wollte; vgl. Ap. Rh. 1, 225. So ist es auch in den fünf anderen Stellen der Il. zu nehmen, περίσχεο παιδὸς ἐῆος 1, 393, wie 15, 138, wo es wie 24, 422. 450 des guten Sohnes, für deines Sohnes heißt, u. κάρη λάβε παιδὸς ἐῆος 18, 71, des guten Sohnes Haupt, nicht einfach ihres Sohnes, wie oft φίλος nachdrücklicher für das pron. poss. gebraucht wird, so daß also nicht an ἑῆος (wie Bekker überall schreibt) als unregelmäßigen gen. von ἑός zu denken ist. Vgl. Buttm. Lezil. I p. 85 ff. – b) ἐᾱων (wie für ἐήων, Bekk. auch ἑάων), die guten Dinge, Güter; δώρων ἐἀων, den κακῶν entgeggstzt, Il. 24, 528; ϑεοὶ δωτῆρες ἐάων, die Geber des Guten, Od. 8, 325; δῶτορ ἐάων ibd. 335. Vgl. Hes. Ih. 45. 111 H. h. 18, 12. 29, 8 Call. Iov. 91, immer von den Göttern. Alte Gramm. nahmen den nom. ἐά, ἀγαϑά dazu an u. verglichen, wie Apoll. L. H., den gen. κυανεάων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …   Dictionary of Greek

  • ἐύς — ἐΰς , ἐύς good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • ἐάων — ἐύς good gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠύς — ἐύς good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαγγελεύς — θεαγγελεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκηρύσσει εορτή ή πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγγέλλω, κατά τα ονόματα σε εύς (πρβλ. γραφ εύς, ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • θηβαιεύς — Θηβαιεύς, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο Θηβαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. εύς, κατά τα γραφ εύς, ιππ εύς] …   Dictionary of Greek

  • θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] …   Dictionary of Greek

  • καταλαβεύς — καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] πάσσαλος ή καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα λαβ (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + εύς (πρβλ. αντι λαβ εύς, περιλαβ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”