ἐαρινός — of spring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως … Dictionary of Greek
εαρινός — ή, ό 1. που γίνεται την άνοιξη, ανοιξιάτικος: Εαρινή βροχή. 2. που είναι χρήσιμος την άνοιξη: Εαρινή ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰαρινά — ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc pl (epic) εἰαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc/acc dual (epic) εἰαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινά — ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc pl ἐαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc/acc dual ἐαρινά̱ , ἐαρινός of spring fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρινῶν — ἐαρινός of spring fem gen pl (epic) ἐαρινός of spring masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρινόν — ἐαρινός of spring masc acc sg (epic) ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινῶν — ἐαρινός of spring fem gen pl ἐαρινός of spring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐαρινόν — ἐαρινός of spring masc acc sg ἐαρινός of spring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαριναῖς — ἐαρινός of spring fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαριναῖσιν — ἐαρινός of spring fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)