- ἐν-ρυθμικός
ἐν-ρυθμικός, ή, όν, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ρυθμικός, ή, όν, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυθμικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… … Dictionary of Greek
ρυθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με ρυθμό: Πολλά κορίτσια κάνουν ρυθμική γυμναστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυθμικά — ῥυθμικός neut nom/voc/acc pl ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc/acc dual ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικώτερον — ῥυθμικός adverbial comp ῥυθμικός masc acc comp sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικῶν — ῥυθμικός fem gen pl ῥυθμικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικόν — ῥυθμικός masc acc sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῖς — ῥυθμικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοί — ῥυθμικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῦ — ῥυθμικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικούς — ῥυθμικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)