- ἐμ-πίμελος
ἐμ-πίμελος, etwas fett, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πίμελος, etwas fett, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπίμελος — καταπίμελος, ον (Α) 1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής*, πολύ πλούσιος ή εύφορος 2. πολύ λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ πίμελος, περι πίμελος] … Dictionary of Greek
περιπίμελος — ον, Α πάρα πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμελος (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. κατα πίμελος] … Dictionary of Greek
υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] … Dictionary of Greek