- ἐμ-πέτασμα
ἐμ-πέτασμα, τό, Decke, Vorhang, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πέτασμα, τό, Decke, Vorhang, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτασμα — anything spread out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek
πετάσμασι — πέτασμα anything spread out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσμασιν — πέτασμα anything spread out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσματα — πέτασμα anything spread out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσματι — πέτασμα anything spread out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσματος — πέτασμα anything spread out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek