- ἐμ-πλώω
ἐμ-πλώω, ion. u. poet. = ἐμπλέω; Nic. Al. 426; Opp. Hal. 1, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πλώω, ion. u. poet. = ἐμπλέω; Nic. Al. 426; Opp. Hal. 1, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek
πλώω — πλέω sail pres subj act 1st sg (epic ionic) πλέω sail pres ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плавить — плавлю, укр. плавити, русск. цслав. плавитися плыть (по морю) , болг. плавя счерпываю, полощу (Младенов 426), сербохорв. пла̏вити, пла̏ви̑м заливать , словен. рlаß viti, im сплавлять (лес), плавать, идти под парусами , чеш. plaviti, слвц. рlаvit᾽ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δακρυπλώω — (Α) (για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»] … Dictionary of Greek
εύπλωτος — εὔπλωτος, ον (Α) ευνοϊκός για τον πλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»] … Dictionary of Greek
καταπλώω — (Α) ιων. τ. βλ. καταπλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλώω «πλέω»] … Dictionary of Greek
ομοπλωτήρ — ὁμοπλωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί με κάποιον άλλο, ομόπλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλωτήρ (< πλώω «πλέω»)] … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] … Dictionary of Greek
πλωάς — και πλωϊάς, άδος, ἡ, Α 1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα 2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη 3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς ονομασία τού αστερισμού Μεγάλη Άρκτος 4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» περιφερόμενα σύννεφα β) «πλωάδες νῆσοι» τα νησιά… … Dictionary of Greek
πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… … Dictionary of Greek