ἐμ-πληξία

ἐμ-πληξία

ἐμ-πληξία, , Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμοπληξία — Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …   Dictionary of Greek

  • παγοπληξία — η (Α παγοπληξία) σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πληξία (< πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο πληξία] …   Dictionary of Greek

  • κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • παγετοπληξία — η (φυτοπαθολ.) οι ζημιές που υφίστανται τα φυτά από τον παγετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγετός + πληξία (< πλήττω), απόδοση τού αγγλ. frost injury] …   Dictionary of Greek

  • υδροπληξία — η, Ν ιατρ. καρδιοαναπνευστική ανακοπή που προκαλείται από την απότομη βύθιση ενός κολυμβητή σε παγωμένο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πληξία (< πληκτος < πλήττω), νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocution] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”