ἐμ-πλοκή

ἐμ-πλοκή

ἐμ-πλοκή, , das Einflechten, Flechten, bes. des Haares, Strab. XVII p. 828; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλοκή — twining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλέκω, πλέξιμο. 2. μτφ., διάρθρωση, δομή λογοτεχνικού έργου: Η πλοκή του έργου ήταν καταπληχτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… …   Dictionary of Greek

  • πλοκαῖς — πλοκή twining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαί — πλοκή twining fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκήν — πλοκή twining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκῶν — πλοκή twining fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • διαπλοκή — η (Α διαπλοκή) [διαπλέκω] σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή αρχ. 1. πλοκή 2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”