- ἐμ-πορευτικός
ἐμ-πορευτικός, ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πορευτικός, ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορευτικός — going on foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικός — ή, ό / πορευτικός, ή, όν, ΝΑ [πορεύω] 1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός νεοελλ. φρ. «πορευτικά κύτταρα» ανατ. ονομασία… … Dictionary of Greek
πορευτικά — πορευτικός going on foot neut nom/voc/acc pl πορευτικά̱ , πορευτικός going on foot fem nom/voc/acc dual πορευτικά̱ , πορευτικός going on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικῶν — πορευτικός going on foot fem gen pl πορευτικός going on foot masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικόν — πορευτικός going on foot masc acc sg πορευτικός going on foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικαί — πορευτικός going on foot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικοῖς — πορευτικός going on foot masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικοί — πορευτικός going on foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικοῦ — πορευτικός going on foot masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικούς — πορευτικός going on foot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορευτικῆς — πορευτικός going on foot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)