- ἐμ-πνευματωτικός
ἐμ-πνευματωτικός, ή, όν, blähend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πνευματωτικός, ή, όν, blähend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνευματωτικός — apt to cause flatulence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωτικός — ή, όν, Α [πνευματώ] αυτός που μπορεί να προκαλέσει φύσα, φούσκωμα, να παραγάγει αέρια … Dictionary of Greek
πνευματωτικά — πνευματωτικός apt to cause flatulence neut nom/voc/acc pl πνευματωτικά̱ , πνευματωτικός apt to cause flatulence fem nom/voc/acc dual πνευματωτικά̱ , πνευματωτικός apt to cause flatulence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωτικῶν — πνευματωτικός apt to cause flatulence fem gen pl πνευματωτικός apt to cause flatulence masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωτική — πνευματωτικός apt to cause flatulence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματωτικάς — πνευματωτικά̱ς , πνευματωτικός apt to cause flatulence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)