ἐμ-πινής

ἐμ-πινής

ἐμ-πινής, ές, mit Oel eingesalbt, eingeschmutzt, D. L. 5, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίνης — πί̱νης , πίνη fem gen sg (attic epic ionic) πινάω to be dirty pres ind act 2nd sg πινάω to be dirty imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνῃς — πί̱νῃς , πίνη fem dat pl (epic) πί̱νῃς , πίνω Aër. pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον …   Dictionary of Greek

  • κακοπινής — κακοπινής, ές (Α) υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.). επίρρ... κακοπινῶς (Α) με φαύλο τρόπο, βδελυρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο πινής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπινής — ές, Α πολύ ρυπαρός, βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο πινής] …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπινής — ές (Α ἀρχαιοπινής, ές) 1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας 2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”