- ἐμ-πεδής
ἐμ-πεδής, ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πεδής, ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδης — πέδη fetter fem gen sg (attic epic ionic) πεδάω bind with fetters pres ind act 2nd sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδόφρενο — το, Ν τεχνολ. τύπος πέδης, φρένου που λειτουργεί όταν ένας μοχλός πιέζεται με το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + φρένο] … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek