- ἐμ-πεδό-κυκλος
ἐμ-πεδό-κυκλος, χρόνος, stets im Kreise umlaufend, Nonn. par. 8, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πεδό-κυκλος, χρόνος, stets im Kreise umlaufend, Nonn. par. 8, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλόσε — (Α) επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ αὐτὸν ἀγηγέραθ , ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ », Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. πεδό σε, υψό σε)] … Dictionary of Greek