- ἐμ-περονητρίς
ἐμ-περονητρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 7, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-περονητρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 7, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περονητρίς — ἡ, Α βλ. περονατρίς … Dictionary of Greek
περονατρίς — και περονητρίς, ίδος, ἡ Α (δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. πελεκη τρίς)] … Dictionary of Greek
περονατρίδα — περονᾱτρίδα , περονητρίς robe fastened on the shoulder with a buckle fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)